εψές

εψές
και ψες
επίρρ.
1. χθες βράδυ, χθες αργά
2. (κατ. επέκτ.) χθες («εψές μού απέθανε ο βοσκός», Σολωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. οψέ. Το αρκτικό ε- τού τ. αναλογικά προς το εχτές].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εψές — και ψες επίρρ. χρον., χθες το βράδυ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἕψες — ἕψε̄ς , ἕψω Acut. (Sp.) pres ind act 2nd sg (doric) ἕψω Acut. (Sp.) imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οψές — και εψές και ψες επίρρ. χρον. χθες αργά, χθες το βράδυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὀψέ, με ληκτικό ς, κατά το χθες (βλ. και λ. εψές)] …   Dictionary of Greek

  • εψεσινός — ή ό [εψές] χθεσινοβραδινός, χθεσινός …   Dictionary of Greek

  • ποθές — Ν επίρρ. 1. σε κάποιο μέρος, σε κάποιον τόπο 2. (με άρνηση) πουθενά, σε κανένα μέρος («σ φρόνεψι ταίρι ποθές δεν έχει», Ερωτοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μνσ. πόθε / ποθέ, κατά τα χθες, εψές] …   Dictionary of Greek

  • ψες — και ψε Ν (χρον. επίρρ.) βλ. εψές …   Dictionary of Greek

  • προικιό — προικιό, το και προικιά, τα το σύνολο των πραγμάτων που αποτελούν την προίκα: Εψές επήραν τα προικιά και σήμερα τη νύφη (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψες — και εψές και ψε επίρρ. χρον., χτες, χτες το βράδυ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”